όμως ότι είναι η πιο σημαντική συζήτηση που διεξάγεται δημόσια.
Αναφέρομαι στη συζήτηση για τον υφεσιακό χαρακτήρα του προγράμματος που αποδεικνύει πόσο καθοριστικό είναι να επιστρέψει η οικονομία μας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Αυτή είναι η αναγκαία προϋπόθεση για να αποκτήσει η οικονομία τη δυνατότητα να δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας, ώστε να επιστρέψουν σε δουλειές όσοι σήμερα είναι άνεργοι ή να βελτιωθούν τα εισοδήματα των εργαζομένων.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα αν το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής έχει υφεσιακό χαρακτήρα.
Κάθε πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής αφαιρει από τη συνολική ζήτηση και επομένως επιβραδύνει την ανάπτυξη η προκαλεί ύφεση.
Το ελληνικό όμως πρόγραμμα είχε και μια ιδιαιτερότητα. Άρχισε να εφαρμόζεται σε μια περίοδο κατά την οποία η ελληνική οικονομία ήταν ήδη από το 2008 σε ύφεση.
Από τη διεθνή εμπειρία προκύπτει ότι η πιθανότητα μια δημοσιονομική προσαρμογή που ξεκινά με ύφεση να την βαθύνει ή να την προεκτείνει είναι διπλάσια από την πιθανότητα μια δημοσιονομική προσαρμογή που δρομολογείται σε φάση ανάκαμψης να οδηγήσει σε ύφεση.
Πολύ περισσότερο όταν η προσαρμογή γίνεται σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα γιατί οι θεσμικοί δανειστές δεν ήταν διατεθειμένοι να δανείσουν τη χώρα περισσότερα χρήματα.
Αυτό εξηγεί και το ζήτημα της αποτελεσματικότητας των μέτρων που τίθεται πολλές φορές στη δημόσια συζήτηση.
Υποστηρίζεται δηλαδή από πολλούς ότι το πρόγραμμα πέτυχε μικρό μέχρι σήμερα δημοσιονομικό όφελος, έναντι μεγάλου οικονομικού και κοινωνικού κόστους, παραγνωρίζοντας βέβαια ότι είναι ένα πρόγραμμα που εφαρμόστηκε σε μια οικονομία η οποία ήδη ήταν σε ύφεση.
Εάν λοιπόν κάποιος θέλει να κάνει αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της δημοσιονομικής προσαρμογής θα πρέπει να κάνει συγκρίσεις μεταξύ χωρών με ανάλογες συνθήκες.
Πριν από τις εκλογές, όταν πλέον ήταν αποδεκτό ότι είχαμε διανύσει τα 2/3 του δρόμου της δημοσιονομικής προσαρμογής, η κυβέρνηση έθεσε το ζήτημα της επιμήκυνσης του προγράμματος και πέτυχε να υιοθετηθεί η ρήτρα ύφεσης.
Μετά τη συγκρότηση της κυβέρνησης εθνικής ανάγκης κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων η χώρα πέτυχε την χρονική παράταση για την επίτευξη του στόχου για το έλλειμμα.
Δεν πέτυχε όμως την συμμετρική κατανομή των μέτρων σε βάθος τετραετίας που θα βοηθούσε τις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας.
Αντίθετα ζητήθηκε από την Ελλάδα να συνεχίσει την προκυκλική πολιτική και το μεγαλύτερο μέρος των βαρών της διετίας 2013- 2014 ήρθε στο έτος 2013.
Σήμερα, η κατάσταση της Ελληνικής οικονομίας που είναι σε ύφεση για έκτη συνεχόμενη χρονιά και με την ανεργία να βρίσκεται σε πρωτοφανή επίπεδα αλλά και των υπολοίπων χωρών της ευρωζώνης που είναι σε πρόγραμμα απειλεί την κοινωνική συνοχή και καθιστά επιτακτική την επαναπροσέγγιση της αναπτυξιακής στρατηγικής.
Η δημοσιονομική προσαρμογή πρέπει να γίνει πιο ήπια –αυτό σημαίνει νέες αποφάσεις θεσμικών πιστωτών- καθώς οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δεν μπορούν να αποδώσουν σε μικρό χρονικό διάστημα.
Το πέρασμα στην ανάπτυξη προϋποθέτει επενδύσεις οι οποίες έως ότου υλοποιηθούν χρειάζονται χρόνο προκειμένου να χρηματοδοτηθούν από τους περιορισμένους εγχώριους πόρους.
Εάν λοιπόν θέλουμε να επιταχύνουμε την πορεία προς την ανάπτυξη απαιτείται η αποκατάσταση της προοπτικής της ανάπτυξης και των επενδύσεων σε επιλεγμένους κλάδους εμπορεύσιμων και εξαγώγιμων προϊόντων. Ένα shock που θα στηρίζεται στην επιλεγμένη παροχή ρευστότητας από το τραπεζικό σύστημα.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο χρειάζονται πολιτικές αναθέρμανσης των ισχυρών οικονομιών ώστε να συμπαρασυρθούν και οι οικονομίες του νότου που επιδιώκουν αύξηση των εξαγωγών. Βραχυπρόθεσμα, αυτή είναι η μόνη αναπτυξιακή πρόταση που δίνει προοπτική στις χώρες σε πρόγραμμα αλλά και στην ίδια την ευρωζώνη.
Αρθρο του Φ. Σαχινίδη