για πάρτι με αλλοδαπές, στο Μεταγωγών, το 1998. Υπενθυμίζεται ότι είχαν αποδράσει δύο αλλοδαπές και άλλες δύο είχαν τραυματιστεί στην προσπάθειά τους να αποδράσουν.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας καλείται να αποφανθεί αν η πειθαρχική ποινή που επιβλήθηκε είναι νόμιμη. Ο ανθυπαστυνόμος της Ελληνικής Αστυνομίας αποτάχθηκε με ομόφωνη απόφαση του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου της ΕΛΑΣ, ενώ καταδικάστηκε και από τα ποινικά δικαστήρια σε φυλάκιση έξι μηνών με τριετή αναστολή για ελευθέρωση κρατουμένων εξ αμελείας.
Ο ανθυπαστυνόμος, σύμφωνα με αποφάσεις δικαστηρίων, έκανε πάρτι με αλλοδαπές κρατούμενες στο Μεταγωγών με αποτέλεσμα να αποδράσουν δύο και άλλες δύο να τραυματιστούν κατά την απόπειρα απόδρασής τους. Το Συμβούλιο της Επικρατείας καλείται να αποφανθεί, καθώς ο ανθυπαστυνόμος άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του να ακυρωθεί ως παράνομη η πειθαρχική ποινή του.
Σύμφωνα με το Πειθαρχικό Συμβούλιο ο ανθυπαστυνόμος υπέπεσε σε αντιπειθαρχική και ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά, με αποτέλεσμα λόγω της καταφανούς παραμέλησης και παράβασης των υπηρεσιακών του καθηκόντων, να καταστεί υπαίτιος απόδρασης δύο κρατουμένων προς απέλαση αλλοδαπών γυναικών από τα κρατητήρια της Υποδιεύθυνσης Μεταγωγών Δικαστηρίων Αθηνών (ΥΜΔΑ), να βλάψει δε και να προσβάλει κατ' αυτό τον τρόπο, όχι μόνο την τιμή και υπόληψή του ως αστυνομικού, αλλά και το κύρος της υπηρεσίας του, η οποία εξετέθη ανεπανόρθωτα στην κοινή γνώμη εξ αιτίας των δυσμενών δημοσιευμάτων όλων των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την πειθαρχική απόφαση, το πρώτο δεκαήμερο του 1998 ο ανθυπαστυνόμος, ενώ «εκτελούσε καθήκοντα αξιωματικού υπηρεσίας και αφού διαπίστωσε ότι στα κρατητήρια κρατούνταν αλλοδαπές γυναίκες, διοργάνωσε μέσα στο γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας στο ισόγειο του κτιρίου, γιορτή (πάρτι), διατάσσοντας τον βοηθό δεσμοφύλακα να βγάλει από τα κρατητήρια του υπογείου έξι αλλοδαπές κρατούμενες, προκειμένου αυτές να συμμετάσχουν στη διασκέδαση».
Ενεργώντας «κατά τρόπο ασυμβίβαστο προς την ιδιότητά του προσκάλεσε τρεις συναδέλφους του και έναν ιδιώτη για να συμμετάσχουν και αυτοί στη γιορτή». Μάλιστα, όπως του αποδίδεται, μερίμνησε για την αγορά μεγάλης ποσότητας ουίσκι (πέντε φιάλες), αναψυκτικών και φρούτων, τα οποία καταναλώθηκαν μέσα στο γραφείο του, «υπό τους ήχους μουσικής». Κατά τη διάρκεια του πάρτι, «παραμελώντας σοβαρά τα καθήκοντά του, που αφορούσαν όχι μόνο την ασφαλή κράτηση των προς απέλαση αλλοδαπών γυναικών και των λοιπών περίπου 26 ανδρών κρατουμένων, αλλά και την ασφάλεια γενικότερα του κτιρίου της ΥΜΔΑ, συμμετείχε ενεργά στη διασκέδαση, έχοντας κοντά του μία αλλοδαπή, την οποία κατά διαστήματα τοποθετούσε στα γόνατά του, ενώ διαρκούσης της μουσικής ανέβηκε μαζί με αυτή πάνω στο έπιπλο του γραφείου και χόρευε, επιδιδόμενος σε άσεμνες πράξεις».
Συγχρόνως, «ανέχθηκε την ενέργεια παρόμοιων πράξεων και εκ μέρους των υπολοίπων παρισταμένων, οι οποίοι είχαν μεταβάλει τον χώρο σε αίθουσα κακόφημου μπαρ, ενώ οι κρατούμενες περιφέρονταν ανεξέλεγκτα σε όλους τους χώρους του ισογείου χωρίς περιορισμούς».
Με τη λήξη της γιορτής, «η οποία διήρκεσε μέχρι την 4η ώρα περίπου και ενώ όλοι οι συμμετέχοντες τελούσαν σε μέθη από την κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών, διέταξε έναν αρχιφύλακα, ο οποίος διέμενε σε δωμάτιο του πέμπτου ορόφου του οικήματος, να οδηγήσει δύο εκ των κρατούμενων γυναικών στα λουτρά του πέμπτου ορόφου, προκειμένου αυτές να κάνουν, όπως ισχυρίσθηκαν, μπάνιο, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να επιχειρήσουν απόδραση περί ώρα 4.45 της 10.10.1998 από την ταράτσα του κτιρίου της ΥΜΔΑ, στην ταράτσα διπλανού κτιρίου, χωρίς να γίνουν αντιληπτές από τον συνοδό αστυνομικό, με τον οποίο προηγουμένως είχαν έλθει σε σαρκική επαφή εντός του δωματίου του στον πέμπτο όροφο».
Οι αλλοδαπές, σύμφωνα πάντα με την πειθαρχική απόφαση, «εκμεταλλευόμενες την ανυπαρξία ελέγχου εκ μέρους των αστυνομικών, επιχείρησαν να αποδράσουν πηδώντας στην ταράτσα διπλανού κτιρίου, ανεπιτυχώς όμως, λόγω τραυματισμού από την πτώση τους, με αποτέλεσμα να συλληφθούν αργότερα, ύστερα από ενημέρωση της υπηρεσίας από ιδιώτιδα που διαμένει παραπλεύρως». Τέλος, υπογραμμίζεται στην πειθαρχική απόφαση: «Ο ανθυπαστυνόμος επιδεικνύοντας έτσι βαρύτατη αμέλεια, δεν φρόντισε να επανεγκλησθούν ασφαλώς στα κρατητήρια οι υπόλοιπες τέσσερις αλλοδαπές οι οποίες κατέβηκαν μόνες τους, ευρισκόμενες σε μέθη, και εισήλθαν στο κρατητήριο, του οποίου η πόρτα στη συνέχεια παρέμεινε ανασφάλιστη και ανοικτή. Αποτέλεσμα τούτου ήταν να αποδράσουν δύο κρατούμενες».
Στο Πειθαρχικό Συμβούλιο οι συνάδελφοι του ανθυπαστυνόμου κατέθεσαν ότι ήταν εξαίρετος αστυνομικός και δεν αδιαφορούσε για τα καθήκοντά του, αλλά λόγω των άθλιων συνθηκών κράτησης στο κτίριο της υπηρεσίας του, για λόγους ανθρωπιστικούς συνέδραμε τους κρατούμενους δίνοντάς τους τη δυνατότητα να τηλεφωνούν και να κάνουν μπάνιο στον 5ο όροφο.
Ο ίδιος, απολογούμενος, αποδέχθηκε την ευθύνη του, όχι όμως στον υπέρτατο βαθμό που του αποδόθηκε, ενώ ισχυρίστηκε ότι «δεν στοιχειοθετείται η διαφθορά χαρακτήρα ελλείψει αποδείξεως της σαρκικής επαφής». Το Συμβούλιο, τελικώς, έκρινε ότι ο ανθυπαστυνόμος με τις πράξεις και παραλείψεις του παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 9 του π.δ. 22/1996, πράξεις που μαρτυρούν διαφθορά χαρακτήρα, σε συνδυασμό με το άρθρο 172 του Ποινικού Κώδικα που αφορά ελευθέρωση κρατουμένων εξ αμελείας κατ’ εξακολούθηση.
Από ποινικής πλευράς, στον ανθυπαστυνόμο επιβλήθηκε η ποινή της εξάμηνης φυλάκισης με τριετή αναστολή, αλλά τελικά παραγράφηκε με ευεργετική διάταξη νόμου (3346/2005). Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει και η διαδρομή της πειθαρχικής διαδικασίας.
Αναλυτικότερα, στις 31.3.1999 το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο επέβαλε στον ανθυπαστυνόμο την ποινή της απόταξης, ενώ στις 25.10.1999 το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό επικύρωσε την πρωτοβάθμια απόφαση. Το 2001 το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών έκανε δεκτή την αίτηση του ανθυπαστυνόμου και ακυρώθηκε η πειθαρχική του ποινή για παράβαση της προδικασίας, καθώς δεν του χορηγήθηκαν αντίγραφα εγγράφων της ΕΔΕ που διεξήχθη. Μετά την αναπομπή της υπόθεσης στα αρμόδια πειθαρχικά όργανα στις 13.10.2004 εκδόθηκε απόφαση του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού, η οποία επέβαλε και πάλι την ίδια ποινή, δηλ. αυτή της απόταξης. Όμως και η απόφαση αυτή ακυρώθηκε για τυπικούς λόγους το 2006 από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, το οποίο ανέπεμψε για δεύτερη φορά την υπόθεση στα πειθαρχικά όργανα. Στις 10.9.2007 εκδόθηκε νέα απόφαση του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού που επέβαλε για ακόμη μια φορά την ποινή της απόταξης.
Ο ανθυπαστυνόμος στις 30.5.2008 προσέφυγε και πάλι στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, το οποίο στις 13.12.2010 συζήτησε την αίτησή του στο ακροατήριο και στις 24 Ιανουαρίου 2011 εξέδωσε τη σχετική απόφασή του με την οποία απέρριψε την αίτηση ακύρωσης του ανθυπαστυνόμου. Συγκεκριμένα, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών έκρινε νόμιμη και επαρκώς αιτιολογημένη την πειθαρχική απόφαση και απέρριψε την αίτηση του ανθυπαστυνόμου. Όμως ο ανθυπαστυνόμος άσκησε αναίρεση στο ΣτΕ κατά της εφετειακής απόφασης, η οποία όμως άργησε να προσδιοριστεί λόγω αλλαγής της νομοθεσίας. Εισηγητής της υπόθεσης ορίστηκε ο πάρεδρος Δ. Βανδώρος και οι δικαστές του Γ' Τμήματος του ΣτΕ θα αποφανθούν επί της πειθαρχικής ποινής.
Πηγή: Newpost.gr