ο οποίος «έφυγε» το πρωί από τη ζωή μετά από μακροχρόνια μάχη με τον καρκίνο.
Αναλυτικά τα όσα έγραψε ο Νίκος Γαβάλας:
«Μετά το τέλος, σιωπή. Όχι βέβαια. Όταν «αποχαιρετήσαμε» τον παππού, τον μπάρμπα Νίκο, μάζεψε λίγους και καλούς φίλους στο στέκι του. Εκεί στους Αγίους Αναργύρους, όπου ο παππούς κρατούσε συντροφιά με την κιθάρα και τα τραγούδια του. Τον θυμάμαι ακόμη να τραγουδάει το αγαπημένο του «δίχτυ» με δάκρυα να τρέχουν στα μάτια του για τον παππού που "έφυγε". Φυσιολογικό. Και το τραγούδι και τα δάκρυά του.
Στα σχολικά μου χρόνια, η δασκάλα του Δημοτικού είχε πει στη μητέρα μου πως τον έχω πολύ ψηλά. Πως θα μπορούσα να κάνω διαφορετικά; Μου έδειχνε το σωστό δρόμο στη ζωή. Αλλά και στη δουλειά, πριν καν την επιλέξω. Ώρες ατελείωτες μπροστά απ’ τα κίτρινα δημοσιογραφικά χαρτιά. Και μετά ο θόρυβος από τις γραφομηχανές. Στα τελευταία χρόνια της διαδρομής μπήκαν και οι υπολογιστές. Τότε που μου έδωσε την ευκαιρία.
Κατάλαβα το μέγεθος του δημοσιογράφου, όταν άρχισα να ταξιδεύω στην Ελλάδα για ρεπορτάζ με τον Ολυμπιακό. Πήρα τη σκυτάλη από τα χέρια του. Αλλά είχε ανοίξει το δρόμο. Παντού μου ήταν πιο εύκολο, γιατί είχε βρει τα κατάλληλα μονοπάτια. Εγώ απλά έπρεπε να πορευτώ με βάση τις συντεταγμένες του.
Αν και πάντα ήθελε να αφήσει το γραφείο του και να πιάσει το μικρόφωνο. Ο Βαγγέλης, μου είπε σήμερα ότι ήδη θα τραγουδάς με τον Μητροπάνο. Τον Μήτσο, το φίλο σου. «Νίκο, ήταν ένας και μοναδικός».
Όχι Βαγγέλη, δεν ήταν. Είναι. Τον έχω εδώ δίπλα μου, στη διαδρομή με το τρένο από το Ζέεφελντ για το Μόναχο, πριν επιστρέψω στο σπίτι. Συζητάμε για τις μεταγραφές. Για τα φιλικά της Αμερικής και του Καναδά που θα ακολουθήσουν. Μου θυμίζει το ταξίδι το καλοκαίρι του 1975. Τότε που με είχε πάρει μαζί του για να δω από κοντά τα ματς που έδωσε ο Ολυμπιακός σε Τορόντο και Καναδά. «Θυμάσαι που σε κυνηγούσε ο Μπάκιγχαμ στο ισόγειο του ξενοδοχείου για να σε πιάσει;», μου λέει με νοσταλγία.
«Μην ανησυχείς μπαμπά. Θα πάμε ξανά παρέα στο τέλος του μήνα στην άλλη πλευρά το Ατλαντικού. Να δεις και τους παλιούς φίλους. Αν και κάποιοι σε πλήγωσαν. Έτσι είναι η ζωή».
Τι με έπιασε τώρα; Όλο βρέχει. Και θέλω κάπου να μιλήσω στο τρένο. Αλλά με τους Αυστριακούς δεν μπορείς να συνεννοηθείς. Οπότε στα γράφω. Να σου φέρω τα γυαλιά σου να διαβάσεις;».
Πηγή: enikos.gr