Λένε πως όποιος ξεχνάει το παρελθόν του, είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει.
Η πρόσφατη είδηση για την σταδιακή κατάρρευση του σπιτιού του Μακεδονομάχου Παύλου Μελά στην Κηφισιά, αφημένο από την Πολιτεία στη μοίρα της φθοράς, αναδεικνύει ένα ιδιαίτερα κρίσιμο για την σημερινή Ελλάδα ζήτημα: αυτό της λήθης των ηρώων της.
Η τελευταία κατοικία του ανθρώπου που με τη δράση και το θάνατό του ενέπνευσε και κατέστησε τη σωτηρία της Μακεδονίας υπόθεση ολόκληρου του Ελληνισμού, είχε κηρυχθεί Εθνικό Μνημείο και διατηρητέο το 2009, όμως η απόφαση για τις εργασίες ανακαίνισης έμεινε στα χαρτιά.
Είναι πια σύνηθες το φαινόμενο στη χώρα μας, άνθρωποι που θυσιάστηκαν για εκείνη, να περνούν στο βαθύ σκοτάδι της λησμονιάς.
Η Λήθη (το αντίθετο της αλήθειας σύμφωνα με τον Πλάτωνα, θυγατέρα της Έριδας και αδερφή του Θανάτου και του Ύπνου κατά τη μυθολογία), είναι σαράκι που ροκανίζει ύπουλα την ιστορία των Λαών και η Ελλάδα έχει αρχίσει να ξεχνά… επικίνδυνα.
Όπως και για πολλά από τα δεινά των ημερών μας, βασικότερο αίτιο της «αμνησίας» αυτής είναι η έλλειψη Παιδείας. Μιας Παιδείας που νοσεί. Τα σχολεία υπολειτουργούν, με τεράστια κενά σε δασκάλους και καθηγητές και το εκπαιδευτικό σύστημα την τελευταία εικοσαετία, πεδίο αντιπαραθέσεων μεταξύ των εναλλασσόμενων κυβερνήσεων, δεν κατάφερε ποτέ να γίνει ουσιαστικό.
Η έμφαση των θεσμικών φορέων στην συνεχή αλλαγή του συστήματος των εξετάσεων και όχι στη βελτίωση και τον εκσυγχρονισμό των μεθόδων διδασκαλίας, η ενθάρρυνση του ανταγωνισμού και της βαθμοθηρίας, η κακή ποιότητα των βιβλίων, η νοοτροπία της παπαγαλίας και η παραπαιδεία που βασιλεύει, υποβαθμίζουν εκ των έσω κάθε χρόνο και περισσότερο τη δημόσια (τουλάχιστον) εκπαίδευση, χεράκι-χεράκι με τα παρεπόμενα της κρίσης.
Ο ρόλος του σχολείου και της Παιδείας γενικότερα, ειδικά σε καιρούς έκπτωσης των αξιών όπως οι σημερινοί, είναι καθοριστικός για τη διαμόρφωση των νέων. Οφείλει να καθοδηγεί πνευματικά, να διαμορφώνει ανθρώπους με κριτική σκέψη, να τους καλλιεργεί τη φιλαναγνωσία. Στην Ελλάδα, ο τρόπος με τον οποίο ενθαρρύνονται οι μαθητές να διαβάσουν, τους αποτρέπει από την ανάγνωση οποιουδήποτε βιβλίου, άπαξ και ξεμπερδεύουν με το… μαρτύριο του Λυκείου.
Σε μια εποχή όπου κυριαρχούν ο ατομικισμός, η εγωπάθεια και ο καταναλωτισμός, η πλειοψηφία των νέων είναι ανιστόρητοι, αγνοώντας συχνά ακόμα και ως άκουσμα τα ονόματα όσων κάποτε αγωνίστηκαν και έδωσαν τη ζωή τους για να είναι σήμερα εκείνοι ελεύθεροι και να βγάζουν selfies με τα κινητά τους.
Τα αποτελέσματα της ανικανότητας του σχολείου σε κάθε βαθμίδα της εκπαίδευσης να εμπνεύσει και να διδάξει στη νέα γενιά τα ιδανικά των προγόνων της, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, είναι ορατά σε πολλαπλάσιο βαθμό όταν οι νέοι καλούνται να γίνουν πολίτες, ενεργά μέλη της κοινωνίας.
Μιας σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, που φτιάχνει -μέσω των μιντιακών μηχανισμών της- πρότυπα της μιας βραδιάς, μαριονέτες του «star system», που αυτοτροφοδοτείται συνεχώς από τον εαυτό του, ανανεώνοντας τη σαπίλα. Όταν έχεις να λατρέψεις εκατομμυριούχους σταρ του ποδοσφαίρου και χαμογελαστές καλλονές που μας καλημερίζουν από τη μικρή οθόνη, πού καιρός και ενδιαφέρον για ήρωες της Επανάστασης, αγωνιστές της Κατοχής, συγγραφείς και νομπελίστες.
Οι Νεοέλληνες δεν εμπνέονται από την ιστορία τους και τα κατορθώματα των πρωταγωνιστών της, αλλά από κομπάρσους της υποκουλτούρας. Δε διαβάζουν βιβλία, προτιμούν τα σκανδαλοθηρικά έντυπα. Μαθαίνουν να κρίνουν τους ανθρώπους από το… περιτύλιγμα και όχι από το πνεύμα, τις γνώσεις, την αξία, την ανθρωπιά τους. Το Φαίνεσθαι κερδίζει κατά κράτος το Είναι.
Η σημερινή Ελλάδα, ούτε τιμά ούτε εκκολάπτει ήρωες. Πώς να ξεπηδήσουν τέτοιοι από μια χώρα που ξεχνά;
Δεν αρκούν τα αγάλματα για να τιμήσεις τους ήρωες. Οφείλεις (ως κράτος, κυβέρνηση, αρμόδιος φορέας) να τους καθιστάς σημεία αναφοράς στο συλλογικό θυμικό, να τους μνημονεύεις, να τους χρησιμοποιείς σαν παντοτινό φάρο έμπνευσης και ελπίδας για ένα καλύτερο αύριο. Αυτό μας λείπει πολύ. Και ο αντίκτυπός αυτής της απουσίας αντανακλάται σήμερα πιο ξεκάθαρα από ποτέ, στην παρηκμασμένη και ταλαιπωρημένη Ελλάδα της κρίσης.
Μόνο αν η Παιδεία φωτίσει το δρόμο προς τα πίσω, θα μπορούμε σαν λαός να αισιοδοξούμε για τα μελλούμενα.