Η τελευταία τριμηνιαία επισκόπηση της εργασιακής και κοινωνικής κατάστασης στην Ε.Ε δείχνει ότι η ανάκαμψη παραμένει εύθραυστη. Η ανεργία εξακολουθεί να παραμένει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Οι μακροχρόνια άνεργοι αντιπροσωπεύουν ένα μεγάλο και αυξανόμενο μερίδιο της συνολικής ανεργίας, με σχεδόν 13 εκατομμύρια άτομα να έχουν παραμείνει άνεργοι για πάνω από 1 έτος. Επιπλέον, 1 στους 3 ανέργους έμειναν περισσότερο από 2 χρόνια χωρίς εργασία.
Στην Ελλάδα, από την έναρξη εφαρμογής του προγράμματος το 2010 καταφέραμε να μηδενίσουμε τα δίδυμα ελλείμματά αλλά με σημαντικό κόστος σε όρους ΑΕΠ και απασχόλησης. Η σωρευτική απώλεια του ΑΕΠ από το 2008 έφτασε το 25%, ενώ η ανεργία εκτινάχτηκε στο 27%, με την ανεργία των νέων να κινείται στο 60%. Επίπεδα μη ανεκτά και απαράδεκτα για χώρα του δυτικού κόσμου. Την ίδια στιγμή οι κοινωνικές ανισότητες έχουν διευρυνθεί σε πρωτόγνωρα επίπεδα ως αποτέλεσμα της 6ετούς ύφεσης.
Η παρούσα συγκυρία στην Ε.Ε. είναι απαισιόδοξη και ανησυχητική. Η Ευρωζώνη πάσχει από οικονομική στασιμότητα, ενώ είναι σοβαρός ο κίνδυνος να περάσουμε σε μια ανάπτυξη που δεν θα συνοδεύεται από αύξηση της απασχόλησης. Ο ευρωπληθωρισμός κινείται κοντά στο μηδέν, ενώ σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Ιδρύματος Bertelsmann οι ανισότητες κι ο κίνδυνος φτώχειας έχουν επιδεινωθεί δραματικά, με την Ελλάδα στη χειρότερη θέση.
Επιπλέον, Το κόστος του χρήματος μαζί με το κόστος της ενέργειας είναι οι δυο μεγαλύτερες εσωτερικές ανισότητες που αναπαράγουν τις διαφορές που υπάρχουν στο εσωτερικό και της Eυρωζώνης και της Ε.Ε.
Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι να διογκώνεται ο ευρωσκεπτικισμός και οι πολίτες να στρέφονται σε ακραίες κομματικές επιλογές ή να αποστρέφονται την πολιτική.
Είναι επείγουσα μια ουσιαστική και τολμηρή απάντηση σ’ αυτή την εκτεταμένη κρίση. Χρειαζόμαστε περισσότερη αλληλεγγύη εντός της ίδιας της Ε.Ε. Δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη χωρίς πιστώσεις, χωρίς πόρους, χωρίς επενδύσεις. Χρειαζόμαστε μια άλλη αντίληψη για τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τους μηχανισμούς αναδιανομής, για τη δυνατότητα υποστήριξης αναπτυξιακών πρωτοβουλιών.
Για να δημιουργηθούν ποιοτικές και σταθερές θέσεις εργασίας πρέπει να τονωθεί η ανάπτυξη. Συνεπώς, απαιτούνται πολιτικές ενίσχυσης δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων, σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Παράλληλα απαιτείται η ενίσχυση των κοινωνικών επενδύσεων, με στήριξη ιδίως των οικονομιών που πραγματοποιούν επώδυνες μεταρρυθμίσεις για να βελτιώσουν τη μεσοπρόθεσμη ανταγωνιστικότητά τους.
Η συνέχιση των διαρθρωτικών αλλαγών στο εσωτερικό του κάθε κράτους πρέπει να συνοδεύεται από πρωτοβουλίες για την περαιτέρω εξισορρόπηση της λειτουργίας της ευρωζώνης. Η αναθέρμανση της οικονομίας θα καταστεί δυνατή μόνο με μεγάλης έκτασης ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις, ειδικά από τις χώρες οι οποίες έχουν τα περιθώρια να ασκήσουν ουσιώδη επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, και όχι μόνο εντός των συνόρων τους αλλά και εκτός, ώστε να δοθούν κίνητρα σε όλη την Ευρώπη. Είναι απαραίτητες οι επενδύσεις σε έργα και τομείς όπου υπάρχουν διευρωπαϊκά δίκτυα, όπως η ενέργεια και οι μεταφορές, ώστε να επωφεληθούν όλες οι χώρες, με παράλληλη ενίσχυση των πόρων σε οργανισμούς όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Ένα τέτοιο μεγάλο κύμα επενδύσεων είναι ο μόνος δρόμος για να παραχθούν θέσεις εργασίας ποιοτικές και σταθερές.
Η Ε.Ε. αντιμετωπίζει μια πρόκληση υπαρξιακού χαρακτήρα. Διχάζεται τώρα, από διαχωριστικές γραμμές οι οποίες κλυδωνίζουν την οικονομική και, προπάντων, την ψυχική ενότητα μεταξύ Βορρά-Νότου, Κέντρου και Περιφέρειας. Οφείλουμε να κάνουμε την μεγάλη υπέρβαση. Ένα νέο σύμφωνο για την Ευρώπη είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαίο. Μακροπρόθεσμα πρέπει να προσβλέπουμε στην πλήρη πολιτική και οικονομική ένωση, με ό,τι αυτό σημαίνει.
Η νωχελική διατήρηση της σημερινής πραγματικότητας δεν μπορεί να διαρκέσει. Μπροστά σ’ αυτό το κρίσιμο σταυροδρόμι, πιστεύω πως όλα τα κράτη- μέλη πρέπει, παρά τις πολιτικές επιμέρους διαφωνίες τους, να μη χάσουν, να μη χάσουμε την μεγάλη εικόνα και να σχεδιάσουμε ένα νέο αφήγημα για την Ε.Ε. Αυτό που χρειάζεται για να ανταποκριθούμε σ’ αυτή την πρόκληση, είναι να επιδείξουμε αίσθημα ευθύνης και πολιτική τόλμη.
*Ο κ. Χρήστος Κέλλας είναι βουλευτής Λαρίσης της ΝΔ, και το παρών άρθρο αποτελεί μέρος της εισήγησης του στη σύνοδο των Προέδρων των Κοινοβουλευτικών Επιτροπών των χωρών μελών της ΕΕ για την έρευνα και την καινοτομία που πραγματοποιήθηκε στη Ρώμη