με μεγάλο παράθυρο, να με νανουρίζει ο κλυδωνισμός στις ράγες, η άργητα της μηχανής στην ανηφόρα, κάθε φορά που η αμαξοστοιχία ξεμπουκάρει από ένα τούνελ είναι σαν να βουτάς στο φως.
Το προηγούμενο καλοκαίρι είδα μια εξαιρετική παράσταση στοn κλειστό σταθμό Πελοποννήσου, ένα αρχιτεκτονικό μνημείο που σε οποιαδήποτε άλλη πόλη θα ήταν θαυμαστό αξιοθέατο. Αντίθετα, ο σταθμός Λαρίσης, μίζερος και κακομοίρης, θα ήθελα να πάρω από το χέρι τον διοικητή του ΟΣΕ, να τον πάω στον κεντρικό σταθμό της Νέας Υόρκης, να του τον δείξω έτσι αγέρωχος και διάσημος και κινηματογραφικός που είναι και να του πω: έτσι θα κάνεις τον σταθμό της Αθήνας, το κατάλαβες;
Στα χρόνια που ταξιδεύω έχω μπει σε κάθε λογής τρένο. Αθήνα-Λιανοκλάδι με τέσσερα βαγόνια, χωρίς κυλικείο και τουαλέτες, σε κάθε στάση τρέχαμε στα δέντρα. Αλεξανδρούπολη-Θεσσαλονίκη με βαγόνια καρυδότσουφλα να κοπανάνε πέρα-δώθε και να πέφτουμε ο ένας πάνω στον άλλον, περνώντας πάνω από τον Νέστο. Ολονύχτια ταξίδια σε κουκέτες, χειμώνα με χιονοθύελλα, η μηχανή να πέφτει με δύναμη πάνω στο χιόνι για να ανοίξει δρόμο, όπως στην ταινία του Κοντσαλόφσκι «Το τρένο της μεγάλης φυγής».
Με βροχή και συννεφιά δεν υπάρχει ωραιότερο. Μια πατρίδα που μουλιάζει, αγροικίες, χωράφια σε εκρήξεις του καφέ και του πράσινου, ελιές, δέντρα μοναχικά καταμεσής των κάμπων, χωματόδρομοι, στέρνες, μισογκρεμισμένα φυλάκια, ένα ταξίδι σχεδόν στον χρόνο και εικόνες, εικόνες, εικόνες…
Σούρουπο στον Παλαιοφάρσαλο να περιμένω την ανταπόκριση για Καρδίτσα, μόνος με έναν καφέ να μου ζεσταίνει τα χέρια σα μετανάστης σε έρημη χώρα. Ξημέρωμα στην πρωινή παγωνιά με το τρένο να ξεπροβάλλει μαζί με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Στριμωγμένος στο δρομολόγιο Λάρισα-Βόλος, ο ένας πάνω στον άλλο, χαζεύοντας τους έρημους σταθμούς. Διασχίζοντας την Πελοπόννησο φαντάρος, έξι ώρες ως την Τρίπολη, με στάσεις κάθε τρία χιλιόμετρα. Ταξίδια με ζέστη κατακαλόκαιρο, να «σκίζουμε» τον θεσσαλικό κάμπο. Στη Λιβαδειά να χάνω το τρένο και να τρέχω πίσω του σα λαθρομετανάστης με τα μπαγκάζια στα χέρια. Ένα τσιγάρο στον Δομοκό, περιμένοντας να αλλαχτεί η μηχανή. Φιλοξενούμενος στη μηχανή, περνώντας μέσα από τη Λάρισα και ξάφνου να πετάγεται ένα αμάξι στη διάβαση, γαμώ το ξεσταύρι σου κερατά, τον είδες; μου λέει ο οδηγός, εφτά έχω «σκοτώσει» τόσα χρόνια, πετάγονται σα μπάμπουρες, «εννιά εγώ», γρυλίζει πίσω μας ο επιβλέπων, πίνω μια γουλιά καφέ κοιτάζοντας τον γαλήνιο Πηνειό στα καταπράσινα Τέμπη. Ββλία που διάβασα, τραγούδια που άκουσα με τα ακουστικά μου με το πρόσωπο «κολλημένο» στο τζάμι, εφημερίδες που «ρούφηξα», όνειρα που είδα λαγοκοιμώμενος στο κουπέ μου.
Αμέσως μετά το Λιανοκλάδι, αγαπητέ ταξιδιώτη, μπορείς να δεις μια μικρή ιστορία των σιδηροδρόμων, στα δεξιά, λίγο πιο κάτω από τον σταθμό. Μια σειρά από παρατημένα βαγόνια, σαν αφημένα σκηνικά, σαπίζουν στον ήλιο και τη βροχή. Βαγόνια παλιά, σαν αυτά που βλέπεις στα ασπρόμαυρα επίκαιρα, σαν εκείνα που έβγαινε ο Χατζηχρήστος με ένα καλάθι στο χέρι, σαν αυτά που περιόδευε ο Καραμανλής το ’50 στις πόλεις, σα γύρισμα του Αγγελόπουλου που έχει τελειώσει.
Σε ένα σωρό σταθμούς σίδερα που μουχλιάζουν στην εγκατάλειψη, βαγόνια, μηχανές, κλειστές αποθήκες, ο μικρός πέτρινος σταθμός στον Μπράλο, οι άνθρωποι που ταξίδεψαν, που έφυγαν, που το έσκασαν, που ξαναγύρισαν, που αντάμωσαν, που αγκαλιάστηκαν σε μια αποβάθρα, που χωρίσανε με το βαγόνι να απομακρύνεται στα μάτια…
Δεν υπάρχει χώρα αναπτυγμένη που να μην έχει σιδηροδρομικό δίκτυο επιπέδου. Τα τρένα είναι μεγάλη υπεραξία για τη χώρα. Απορείς με τον μαρασμό τους. Απορείς πώς είναι δυνατόν δίπλα στους υπέροχους πέτρινους σταθμούς να χτίζονται μοντέρνες εκτρωματικές επεκτάσεις, βρε αρχιτέκτονα, δεν είδες δίπλα την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, πού πας με αυτή τη μοντέρνα ανοησία, πανάθεμά σε;
Βρε υπουργέ των Μεταφορών, είναι δυνατόν ο Βόλος να μην έχει υπερσύνδεση, απευθείας, από Αθήνα και Θεσσαλονίκη εξπρές καθημερινά; Γι’ αυτό μαράζωσε τουριστικά το Πήλιο.
Όπου δεν μπορεί το κράτος ας εκχωρήσει το δίκτυο και τα δρομολόγια σε ιδιωτικές σύγχρονες εταιρείες που θα προσλάβουν κόσμο, μην εξάπτεσθε αδέρφια, δεν μπορούμε να περιμένουμε πότε θα αξιωθεί να ξαναμπεί το τρένο για την Κοζάνη, δεν υπάρχει χρόνος, δώστε τα τρένα στους εργαζομένους ει δυνατόν, μιλάμε για μεγάλη παράδοση, μόνο με το ΚΤΕΛ δεν βγαίνει η δουλειά, πήρατε όλοι αμάξια και νομίσατε ότι γίνατε αρχόντοι, δεν καταδέχεστε το τρενάκι, θέλετε σαλόνι δερμάτινο και ηχοσύστημα μπλου τουθ και δώστου να καίτε βετζίνα στις εθνικές οδούς.
Θυμάμαι το περιστατικό με τον παππού μου το συγχωρεμένο που τραβούσε πάνω στις ράγες, μπάρμπα θα σκοτωθείς, του φωνάζανε, αλλά αυτός πήγαινε ντουγρού, φοβότανε μην τον πιάσουνε που ήτανε κομμουνιστής, καλύτερα να με κόψει το τρένο θα σκεφτότανε.
Στέκομαι στο παράθυρο. Ο σκοπός στο φυλάκιο στο Γοργοπόταμο δεν υπάρχει πια. Κοιτάζω τη γέφυρα λίγο πριν το τρένο την περάσει, σκέφτομαι τον Άρη, κάτω ένα εκτροφείο με πέστροφες, αμέσως μετά ο κάμπος της Λαμίας με την πόλη στο βάθος ξεπροβάλλει, καθώς τα τούνελ το ένα μετά το άλλο εναλλάσσονται σε μια αλληγορία της τύχης της χώρας: σκοτάδι-φως-σκοτάδι-φως-σκοτάδι-ίσωμα-τέρμα…
(Του Νίκου Ορφανού, protagon.gr)