Αποτελεί κοινή παραδοχή το γεγονός, ότι η Ελλάδα ολόκληρη και η Κρήτη ειδικότερα, έχουν την ατυχία να διαθέτουν πλούσια ιστορία και να κατέχουν προνομιούχο θέση σε γεγονότα, περιστατικά και περιπέτειες.
Ομόθρησκοι και αλλόθρησκοι κατακτητές κατορθώνουν με τη δύναμη που διαθέτουν και την καταλαμβάνουν, αφού λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης αποτελεί γι’ αυτούς πολύτιμη λεία. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς, ότι η Κρήτη για 687 συνεχή χρόνια (1211-1898) βρισκόταν κάτω από τη στυγνή βενετοτουρκική δουλεία.
Όσο όμως έντονη κι αν είναι η παρουσία της στο ιστορικό προσκήνιο, η ιστορία διεκδικεί το δικό της μερδικό. Τείνει δηλαδή το χέρι της σε κάθε εποχή και ζητά τον πνευματικό μας οβολό, που δεν είναι τίποτ’ άλλο από τυχόν κρυμμένες και ανερεύνητες πτυχές, προκειμένου να ολοκληρώσει το έργο της και να ακεραιώσει την αποστολή της. Σ’ αυτό το πάγιο και διαχρονικό κάλεσμα της ιστορίας μας, έχουμε την υποχρέωση να ανταποκρινόμαστε. Μερικοί βέβαια αντιμετωπίζουν αδιάφορα το θέμα και αποφεύγουν την πρόσκληση. Άλλοι πάλι λοξοδρομούν και παροπλίζουν τα γεγονότα και τις ψυχικές εκρήξεις που τα συνοδεύουν ή ανεύθυνα σκεπτόμενοι τα παραχαράσσουν ή και τα υποβαθμίζουν, ενώ η Ιστορία δε σηκώνει τέτοιους πειραματισμούς.
Ο δραματικός επίλογος της Μικρασιατικής Εκστρατείας σήμαινε για την Ελλάδα 24.240 νεκρούς, 18.095 αγνοούμενους και 48.880 τραυματίες. Ο περιορισμός στη φράση «συνωστισμός» αποτελεί τουλάχιστο ανευλάβεια στους τιμημένους αυτούς αγωνιστές μας. Ο χορός του Ζαλόγγου, το κρυφό σχολειό με ελαφρότητα αποχρωματίζονται και ανυπεράσπιστα παραδίδονται στη λαφυραγωγία του χρόνου.
Τελευταία ο πρώην Υπουργός Θ. Πάγκαλος κατηγόρησε την Κρήτη για την εύκολη οπλοχρησία της, που άδικα στοιχίζει ανθρώπινες ζωές. Η επικίνδυνη βέβαια αυτή έξη, την οποία καταδικάζουμε όλοι, δεν είναι τυχαία. Είναι το θλιβερό κατάλοιπο των συνεχών αγώνων του κρητικού λαού κατά των αλλεπάλληλων κατακτητών. Είναι όμως καιρός να σταματήσει, γιατί πέρα από τις ανθρώπινες ζωές δρα δυσφημιστικά και στο συνεχώς αυξανόμενο τουριστικό ρεύμα της Κρήτης.
Σταμάτησε όμως επικριτικά στη μη συμμετοχή των Κρητικών στη μεγάλη Επανάσταση του 1821, γεγονός που τον φέρνει να συγκρούεται μετωπικά με την ιστορική πραγματικότητα, την οποία ως φαίνεται αγνοεί. Διαφεύγει προφανώς της μνήμης του, ότι 51 χρόνια πριν την Επανάσταση του ’21, η Κρήτη με την Επανάσταση του Δασκαλογιάννη είχε ξεσηκωθεί με οδυνηρές για τη Δυτική κυρίως Κρήτη συνέπειες. Το γεγονός αυτό και ο φόβος αποτροπής τέτοιων κινημάτων ανάγκασαν τους Τούρκους να διατηρούν συντριπτικά υπέρτερες δυνάμεις στην Κρήτη συγκριτικά με άλλες περιοχές της Ελλάδας. Οι Κρητικοί διέθεταν μόλις 1.200 όπλα και 40 βαρελάκια πυρίτιδας 360 οκάδων βάρους, χωρίς καμιά εξωτερική υλική ή οργανωτική υποστήριξη. Η δύναμη ακόμα του νησιού σε ένοπλους άνδρες συγκριτικά με τον αυξανόμενο τουρκικό πληθυσμό ήταν απογοητευτικά μικρή, χωρίς να παραβλέπεται η αθλιότητα της οικονομικής κατάστασης του λαού λόγω των δυσβάσταχτων φορολογικών βαρών.
Συνεκτιμώντας όλα τα στοιχεία αυτά ο ιστορικός Διον. Κόκκινος γράφει για την Επανάσταση της Κρήτης: «Ήτο μία έγερσις εγκαθείρκτου και αλυσοδέτου τιτάνος, με μόνην την ελληνικήν του συνείδησιν, την ζωτικότητά του, την φιλοτιμίαν του και την οργήν του…».
Στην Επανάσταση του 1821 ο Κρητικός λαός, παρά τις ανυπέρβλητες δυσκολίες που αντιμετώπιζε, συμμετείχε χωρίς καθυστέρηση και χωρίς να δικαιωθεί ο αγώνας του, αφού το Πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830 άφηνε την Κρήτη έξω από τα όρια του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους.
Για την απελευθέρωση της Κρήτης και την ενσωμάτωσή της στον εθνικό κορμό χρειάστηκαν σκληροί αγώνες και νέες επαναστάσεις το 1841, 1858, 1866-69, 1878, 1889 και 1897-98.
Αξίζει τέλος να υπενθυμίσουμε, ότι ενώ η Κρήτη δεν είχε ακόμα ενωθεί με τη μητέρα Ελλάδα, Κρήτες ήταν εκείνοι που εθελοντικά και αυτόβουλα πήραν μέρος στους ιδιότυπους μακεδονικούς αγώνες.
Ας προσέξουμε λοιπόν την ιστορία μας, μπροστά στην οποία πρέπει να «ιστάμεθα ευλαβώς» όλοι μας και προπάντων οι πολιτικοί μας, για τους οποίους οι αρχαίοι Έλληνες ως πραγματικοί φωστήρες της οικουμένης έλεγαν: «Οι πολιτικοί στην αρχαία Ελλάδα όφειλαν να γνωρίζουν ιστορία. Εις την Αθήνα ο πολιτικός που δεν εγνώριζε ιστορία, εξορίζετο. Εις την Σπάρτην εραβδίζετο. Εις το Άργος ελιθοβολείτο. Εις τας Θήβας διεπομπεύετο. Εις την Πέλλαν υπεβάλλετο εις αγγαρείας. Εις τας Συρακούσας εδουλώνετο και εις την Αλεξάνδρειαν όταν περνούσε ανελύοντο εις γέλωτας και έκαναν καθαρμούς».
Για την αξία της ιστορίας, ο βυζαντινός ιστορικός Θεοφύλακτος Σιμωκκάτης μάς λέει ότι: «η ιστορία είναι κοινή απάντων των ανθρώπων διδάσκαλος», και ακόμα χαρακτηριστικά ότι «η ιστορία τω μεν πρεσβύτη χειραγωγός τι εστι και βακτηρία, τω δε νέω παιδαγωγός κάλλιστος και στενώτατος».