Διακινείται εσχάτως η εκτίμηση ότι οι πολίτες, που εκφράστηκαν μέσω του δημοψηφίσματος και έδωσαν συντριπτική υπεροχή στο ΟΧΙ, είπαν παράλληλα ΝΑΙ στο ευρώ, αλλά δήθεν χωρίς τις υποχρεώσεις του ευρώ... Ότι δηλαδή θέλησαν "και την πίτα ολάκερη και το σκύλο χορτάτο"...
Η εκτίμηση αυτή είναι αβάσιμη και διατυπώνεται εκ του πονηρού. Προβάλλεται για να δικαιολογήσει απόψεις τύπου Σόιμπλε ότι οι Έλληνες ψήφισαν εν αγνοία τους κατά του ευρώ, αφού αρνήθηκαν τους εγγενείς περιορισμούς που αυτό συνεπάγεται και επομένως πρέπει να υποστούν εφεξής αγόγγυστα τις δυσμενείς συνέπειες αυτής της επιλογής τους. Η άποψη αυτή εκλαμβάνει περίπου ως αυτονόητη παραδοχή ότι η παραμονή στο ευρώ σημαίνει αναπότρεπτα υφεσιακή λιτότητα σε βάρος των ασθενέστερων και ανθρωπιστική κρίση. Θεωρεί ότι το ευρώ ταυτίζεται με τον Σόιμπλε και ότι δεν πρέπει να διανοούμαστε άλλες εναλλακτικές λύσεις εντός Ευρωζώνης πέραν της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας. Ελέγχεται και για την ιδεολογική της μονομέρεια και για το ταξικό της πρόσημο, επειδή ερμηνεύει τις υποχρεώσεις εντός του ευρώ ως μια στατική εικόνα που θα διαμορφώνουν αιώνια οι κυρίαρχοι σήμερα νεοσυντηρητικοί συσχετισμοί δύναμης. Παραγνωρίζει σκόπιμα ότι οι πολίτες εκφράστηκαν μαζικά μέσα από το ΟΧΙ, επειδή αρνήθηκαν συνειδητά μια ταξικά δεσμευμένη λιτότητα που δεν δίνει καμία απάντηση στο αναπτυξιακό, παραγωγικό και κοινωνικό αδιέξοδο της χώρας. Σκεπτόμενοι δημιουργικά κι όχι επειδή είναι γενικώς αλλεργικοί στις υποχρεώσεις…
Το ΟΧΙ της Κυριακής όμως δεν σημαίνει επ’ ουδενί ότι η πλειοψηφία της κοινωνίας αρνήθηκε ή αρνείται εκ προοιμίου κάθε περιοριστική πολιτική χάριν του ευρώ, ακόμη κι αυτή που θα συνέχεται με μια εθνική προσπάθεια οριστικής εξόδου από την κρίση. Έχω την πεποίθηση ότι αν οι Έλληνες πεισθούν από μια εμπνευσμένη αριστερή ηγεσία για την αναγκαιότητα ενός συνολικού σχεδίου προοδευτικών μεταρρυθμίσεων σε όλους τους τομείς της κοινωνικής, οικονομικής και θεσμικής ζωής της χώρας, τότε θα συναινέσουν έμπρακτα στο εγχείρημα αυτό και θα συνδέσουν ευθέως τη συλλογική τους προσπάθεια με την παραμονή μας στην ευρωζώνη.
Με άλλα λόγια, οι πολίτες θα ήταν πρόθυμοι να συναινέσουν ακόμη και σε πολιτικές λιτότητας για να παραμείνουν στο Ευρώ, υπό δυο κρίσιμες ωστόσο προϋποθέσεις: Πρώτον, ότι οι πολιτικές αυτές δεν θα πλήττουν μονομερώς τους πιο αδύναμους και τα συνήθη υποζύγια και ότι θα συνδυάζονται με τη μέριμνα της ίσης κατανομής των βαρών, της αναλογικότητας στις θυσίες και της αμφισβήτησης των πάσης φύσης κατεστημένων συμφερόντων. Και δεύτερον, ότι οι περιοριστικές πολιτικές, συνεπικουρούμενες από τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, θα οδηγήσουν σε οριστική έξοδο από την κρίση και θα αποτελούν μέρος ενός συνολικού σχεδίου ανασυγκρότησης της χώρας.
Κατά την ερμηνεία αυτή, που υιοθετούν αρκετοί προοδευτικοί διανοούμενοι σήμερα, η κοινωνία ούτε έχει παρασυρθεί άκριτα από τις σειρήνες του λαϊκισμού ούτε βέβαια έχει υποκύψει δια παντός στον πειρασμό της ιδιοτελούς διατήρησης των σαθρών κεκτημένων της μεταπολίτευσης. Τα πράγματα, ίσως για πρώτη φορά, δείχνουν όπως είναι. Δικαιοσύνη και προοπτική θέλουν οι Έλληνες μέσα στο ευρώ και τίποτα περισσότερο. Ελπίδα ότι οι θυσίες τους δεν πάνε χαμένες θέλουν και όχι μια αυτιστικού τύπου και απροϋπόθετη χαριστική συμμετοχή στην ευρωπαϊκή οικογένεια σε βάρος των άλλων Ευρωπαϊκών λαών.
Το πρόβλημα είναι ότι καμιά εγχώρια ηγεσία, μέχρι σήμερα, δεν προσπάθησε να εμπνεύσει και να συστρατεύσει τις δημιουργικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας, προβάλλοντας ένα ρεαλιστικό σχέδιο εθνικής ανασύνταξης μέσα στο ευρώ και με τις υποχρεώσεις του ευρώ. Στο πλαίσιο αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ, ως πλειοψηφικός συνασπισμός ποικίλων κοινωνικών δυνάμεων, εκφράζει μια απ’ τις ελάχιστες ευκαιρίες που απομένουν πια στον τόπο για να προχωρήσουν οι προοδευτικές μεταρρυθμίσεις με ευρεία κοινωνική συναίνεση. Είναι εξίσου αλήθεια βέβαια ότι τα πρώτα δείγματα διακυβέρνησης δεν ήταν πάντοτε ενθαρρυντικά ως προς τις μεταρρυθμιστικές προθέσεις της κυβέρνησης. Μόνον όμως όταν θα έχει ολοκληρωθεί η σύναψη της συμφωνίας και μπορέσουμε να επιστρέψουμε ως χώρα στην κανονικότητα, με την Κυβέρνηση ζωντανή εις πείσμα των ακραίων ευρωπαϊκών κύκλων και των σεναρίων ανατροπής που εξυφαίνουν, μόνον τότε θα κριθεί οριστικά η μεταρρυθμιστική της βούληση και η ικανότητα ανασυγκρότησης της χώρας σε υγιέστερες βάσεις. Μέχρι τότε, έχουμε κάθε λόγο να είμαστε αισιόδοξοι, να τρέφουμε βάσιμες προσδοκίες και να στηρίζουμε την παραμονή της κυβέρνησης στην εξουσία. Είναι το μοναδικό πολιτικό κεφάλαιο που παραμένει άλλωστε πεισματικά όρθιο και ενεργό σε ένα πολιτικό και κομματικό σύστημα που καταρρέει υπό το βάρος της φτωχοποίησης του ελληνικού λαού.