προσφυγή, ζήτησε ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας κ. Κώστας Αγοραστός στη συνεδρίαση του Περιφερειακού Συμβουλίου Θεσσαλίας. Ο κ. Κ. Αγοραστός ζήτησε η αξιολόγηση των υπαλλήλων να προέλθει μέσα από ένα δίκαιο, αξιοκρατικό και αντικειμενικό σύστημα το οποίο θα προέλθει βάση της διεθνούς πρακτικής και με στόχο την αναβάθμιση της δημόσιας διοίκησης.
Το Περιφερειακό Συμβούλιο Θεσσαλίας υιοθετώντας την εισήγηση του περιφερειάρχη με απόφαση-ψήφισμα εκφράζει την αντίθεσή του στο προωθούμενο σύστημα αξιολόγησης των εργαζομένων στις Περιφέρειες, ιδιαίτερα όσον αφορά στον επιμερισμό της αξιολόγησης των υπαλλήλων με ποσοστά, κάτι που έχει χαρακτηριστεί σαν αυθαίρετο και αντισυνταγματικό.
Το Περιφερειακό Συμβούλιο δεν είναι αντίθετο στην αξιολόγηση δομών και προσωπικού, η οποία όμως θα γίνει μέσω της εφαρμογής ενός δίκαιου και αντικειμενικού συστήματος αξιολόγησης τέτοιου, που να συμβάλλει στην αναβάθμιση της δημόσιας διοίκησης και των προσφερόμενων υπηρεσιών και που δεν θα παραπέμπει σε απολύσεις και διαθεσιμότητες στις Περιφέρειες. Προτείνει δε τη σύσταση επιτροπής από το Υπουργείο Εσωτερικών - ΕΝΠΕ και συλλόγου εργαζομένων των Περιφερειών προκειμένου να εκπονηθεί ένας οδικός χάρτης ενεργειών απ’ τον οποίο θα προκύψει το σύστημα αξιολόγησης των υπαλλήλων.
Μάλιστα για τα ζήτημα αυτό η Ένωση Περιφερειών Ελλάδας εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση: «Η Ένωση Περιφερειών Ελλάδας, τοποθετείται πάγια υπέρ ενός συστήματος αξιολόγησης των υπαλλήλων της το οποίο θα παρέχει ουσιαστικά κίνητρα για την βελτίωση της αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας του έργου τους προς όφελος του πολίτη και των ίδιων των εργαζομένων.
Το σύστημα αξιολόγησης των υπαλλήλων που εισάγεται με το Ν. 4250/2014 προδήλως δεν πληροί τα προαναφερόμενα κριτήρια, ενώ παράλληλα υφίστανται ζητήματα αντισυνταγματικότητας των διατάξεών του, τα οποία έχουν επισημανθεί από το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου.
Όπως έχει παγίως κριθεί από τη νοµολογία, βασικές αρχές και κατευθύνσεις του συστήματος αξιολόγησης είναι η αντικειμενική και αμερόληπτη στάθμιση βάσει σαφώς προσδιοριζόµενων κριτηρίων της επαγγελµατικής ικανότητας και καταλληλότητας των υπαλλήλων σε σχέση µε το αντικείμενο της εργασίας τους και τα καθήκοντά τους, αλλά και της απορρέουσας από το Σύνταγµα (άρθρο 5) αρχής της αξιοκρατίας, η δε βαθμολόγηση των δηµοσίων υπαλλήλων πρέπει να γίνεται πάντοτε μετά από αντικειμενική και ουσιαστική αξιολόγηση και κρίση τους από τα αρµόδια όργανα.
Με τις νέες ρυθμίσεις επιβάλλεται ο εκ των προτέρων ορισμός ανώτατων και απαράβατων ποσοστών υπαλλήλων που μπορούν να αξιολογηθούν ανά βαθμολογική κλίμακα. Και αυτό ανεξάρτητα από την πραγματική κρίση των αξιολογητών ως προς την ποιότητα των αξιολογουμένων. Τα κριτήρια αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας, όπως προσδιορίζονται στις διατάξεις του νόμου, είναι στην ουσία αόριστες και μη σαφώς προσδιορισμένες έννοιες σε μία διοίκηση που λειτουργεί χωρίς καθηκοντολόγιο, χωρίς διακριτά χρονικά στάδια υλοποίησης των διαδικασιών και χωρίς προσδιορισμό των υπαλλήλων που απαιτούνται για τη διεκπεραίωση των διοικητικών ενεργειών σε υπηρεσίες που στην ουσία λειτουργούν υποστελεχωμένες.
Επιπρόσθετα η αξιολόγηση ιδιαίτερα κατά την πρώτη εφαρμογή της απαιτεί εξειδίκευση από το Υπουργείο με την παροχή συγκεκριμένων οδηγιών και κατευθύνσεων ως προς τα τεχνικά ζητήματα που αφορούν στην εφαρμογή συγκεκριμένων αντικειμενικών κριτηρίων αξιολόγησης της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας των υπαλλήλων μας. Τέτοιες οδηγίες και κατευθύνσεις δεν έχουμε λάβει μέχρι σήμερα γεγονός που καθιστά το νόμο επί τοις ουσίας ανεφάρμοστο σε βασικά ουσιώδη σημεία του.
Το πάγωμα της εφαρμογής του νόμου ειδικά στις αιρετές Περιφέρειες επιβάλλεται και από τους νομικούς περιορισμούς που έχουν τεθεί στη διενέργεια πάσης φύσεως υπηρεσιακών μεταβολών μέχρι την ανάληψη της θητείας των νέων Περιφερειακών αρχών.
Για τους λόγους αυτούς η ΕΝΠΕ θεωρεί ότι ο νόμος είναι αντικειμενικά ανεφάρμοστος μέχρι να δοθούν από το Υπουργείο οι απαραίτητες οδηγίες και διευκρινίσεις καθώς και να κριθούν οριστικά τα σοβαρά ζητήματα αντισυνταγματικότητας που έχουν εγερθεί ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας».