του μονόλογο : «Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ». Ένας μοναχικός συγγραφέας γιορτάζει, όπως κάθε χρόνο, τα γενέθλιά του μόνος του, με μόνη συντροφιά του το μαγνητόφωνό του και κάνει μια ανασκόπηση της σπαταλημένης ζωής του. Είναι περιτριγυρισμένος από τις μπομπίνες του, που του χρησιμεύουν ως ημερολόγιο, ως αποθήκη μνήμης και καταγράφει - ηχογραφεί τα γεγονότα του χρόνου που πέρασε. Όπως όλα τα έργα του Μπέκετ, έτσι κι αυτό, φαίνεται στην αρχή λίγο περίεργο. Λιτό σκηνικό, πλοκή που δεν χαρακτηρίζεται παραδοσιακή και ένας μόνο χαρακτήρας, ένα πρόσωπο. Ένας ασθενικός, σχεδόν τυφλός και κουφός, μισομεθυσμένος, ηλικιωμένος άνθρωπος, που συνδιαλέγεται ουσιαστικά με τον εαυτό του, ακούγοντας τις μαγνητοταινίες που έχει ηχογραφήσει κατά τη διάρκεια της ζωής του. Ωστόσο, αν και υπάρχει μόνο ένα πρόσωπο επί σκηνής, η παρουσία κι άλλων «χαρακτήρων» γίνεται έντονα αισθητή.
Το έργο θεωρείται το πλέον αυτοβιογραφικό του Μπέκετ, αφού σκιαγραφεί με λεπτομέρειες, βιογραφικά του στοιχεία, στοιχεία από τη δική του ζωή, τους αποτυχημένους του έρωτες, τον αλκοολισμό του. Υπολογίζοντας πού θα μπορούσαν να καταλήξουν τα πράγματα, επιχειρεί μια μετάφραση του εαυτού του. Ακούγοντας τα μαγνητοφωνημένα κομμάτια, μαθαίνουμε για διάφορα γεγονότα που συνέβησαν στο παρελθόν του κι έτσι καταλαβαίνουμε το χαρακτήρα του, πώς ήταν και πώς εξελίχθηκε στο πέρασμα των χρόνων. Το έργο πραγματεύεται καταστάσεις μοναξιάς και διάσπασης προσωπικότητας, από τις οποίες υποφέρει ένας άνθρωπος, που δεν έχει ούτε κοινωνικό, ούτε βιολογικό, ούτε θρησκευτικό στόχο. Κατά καιρούς προσπάθησε να βρει νόημα στον έρωτα και στη δημιουργικότητα, αλλά δεν τα κατάφερε. Το μόνο που τον ανακουφίζει πλέον, είναι το τελετουργικό της μαγνητοταινίας. Είναι το ίδιο το τελετουργικό των γενεθλίων του, αλλά και το άνοιξε - κλείσε του μαγνητοφώνου, οι φράσεις του οποίου επαναλαμβάνονται. Σκουπίδια. Είναι το όνομα του ίδιου του Κραπ, είναι η ουσία από την οποία είναι φτιαγμένος.